υποσελίδιος

υποσελίδιος
ος, ο[ν] см. υποσέλιδος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υποσελίδιος" в других словарях:

  • υποσελίδιος — α, ο, Ν υποσέλιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποσέλιδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • υποσελίδιος — α, ο αυτός που βρίσκεται στο κατώτατο μέρος της σελίδας, κάτω από το κύριο κείμενο της σελίδας: Υποσελίδια σημείωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»